- πυαιμία
- η мед. пиемия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πυαιμία — (Ιατρ.). Συνώνυμο της σηψαιμίας. * * * η, Ν ιατρ. η παρουσία σε μεγάλο αριθμό πυογόνων παθογόνων μικρών οργανισμών στο αίμα και ο σχηματισμός μεταστατικών εστιών διαπυήσεως σε διάφορα όργανα τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
πυαιμικός — ή, ό, Ν [πυαιμία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυαιμία … Dictionary of Greek